- οικητικος
- οἰκητικός3имеющий (постоянное) жилье, оседлый
(ζῷα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζῷα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οικητικός — οἰκητικός, ή, όν (Α) [οικητής] 1. (σχετικά με ζώα) αυτός που είναι συνηθισμένος σε μόνιμη διαμονή, σε σταθερή κατοικία, κατοικίδιος («[τῶν ζῴων] τὰ μὲν οἰκητικά, τὰ δὲ ἄοικα», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ή αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
οἰκητικά — οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling neut nom/voc/acc pl οἰκητικά̱ , οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling fem nom/voc/acc dual οἰκητικά̱ , οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητικόν — οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling masc acc sg οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητικοῖς — οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητική — οἰκητικός accustomed to a fixed dwelling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)